ἵνα

ἵνα
чтобы

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ἵνα" в других словарях:

  • ἴνα — ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc/acc dual ἴνᾱ , ἴνη fem nom/voc sg (doric aeolic) ἴ̱νᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act 3rd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations pres imperat act 2nd sg ἴνᾱ , ἰνάω carry off by evacuations imperf ind act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἵνα — in that place indeclform (adverb) ἵνα in that place indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ίνα — κατάλ. θηλ. ον. τής Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από τη λατ. κατάλ. ina κύριων ον. λατ. προελεύσεως, ορισμένα από τα οποία εμφανίζονται και στην Ελληνική (πρβλ. Παυλ ίνα < Paul ina). Στη συνέχεια, η κατάλ. ίνα επεκτάθηκε και σε άλλες… …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • Ἵνα γνοίης ἀποτίνων… — См. Своей бедой всяк себе ума купит …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα — η 1. πολύ λεπτό νήμα: Κλωστικές ίνες. 2. ό,τι μοιάζει με νήμα: Ίνες των μυών. – Ίνες των φύλλων. – Τεχνητές ίνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἶνα — ἴς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἵνα δέος, ἔνθα καὶ αἰδώς. — См. Где страх, тут и благочестие …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ίνα, οπτική — Λεπτός εύκαμπτος σωλήνας από διαφανές υλικό (π.χ. άμορφο χαλαζία), με τον οποίο είναι δυνατόν να μεταδώσουμε, με πολύ μικρή απόσβεση και σε συνήθως περίπλοκες διαδρομές, πληροφορίες σε αποστάσεις πολλών χιλιομέτρων. Η ο.ί. έχει την εξής δομή:… …   Dictionary of Greek

  • Ζῶμεν οὐχ ἵνα ἐσθίωμεν, ἀλλ’ ἐσθίομεν ἵνα ζῶμεν. — См. О хлебе не жить, да и без хлеба не жить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μαρκελ(λ)ίνα — η ελαφρύ και μαλακό ύφασμα από μετάξι, είδος ταφτά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»